εξωσυζυγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωσυζυγικός < εξω- + συζυγικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική extraconjugal)
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωσυζυγικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξωσυζυγικά
- → δείτε τις λέξεις έξω, σύζυγος, συν και ζυγός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωσυζυγικός