εργοδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργοδικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergodic < αρχαία ελληνική ἔργον + ὁδός
Επίθετο[επεξεργασία]
εργοδικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά, στατιστική) που έχει σχέση με την εργοδικότητα ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εργοδικότητα
- → δείτε τις λέξεις έργο και οδός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)