ευνοούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευνοούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοούμενος, μεσοπαθητική μετοχή ενεστώτα του εὐνοῶ (έχω καλή διάθεση) μεσοπαθητική φωνή: εὐνοοῦμαι (είμαι αγαπητός) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική favori ή από την ιταλική favorito[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ev.noˈu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νο‐ού‐με‐νος
- παρώνυμο: ευνομούμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
ευνοούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ευνοώ: που έχει προνομιακή μεταχείριση, που του δείχνουν εύνοια
- ↪ ευνοούμενος μαθητής, υπάλληλος, ευνοούμενη χώρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευνοούμενος | οι | ευνοούμενοι |
γενική | του | ευνοούμενου & ευνοουμένου |
των | ευνοούμενων & ευνοουμένων |
αιτιατική | τον | ευνοούμενο | τους | ευνοούμενους & ευνοουμένους |
κλητική | ευνοούμενε | ευνοούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής ευνοούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ευνοούμενος αρσενικό (θηλυκό ευνοουμένη)
- ερωμένος ηγεμόνα, βασιλιά, ο εκλεκτός
- ↪ η Αικατερίνη η Μεγάλη είχε πολλούς ευνοουμένους, αλλά ο Ποτέμκιν ήταν ίσως ο μεγαλύτερός της έρωτας.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευνοούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)