ζυγοσταθμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυγοσταθμιστικός < (ζυγοσταθμίζω) ζυγοσταθμισ- + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zi.ɣo.sta.θmi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γο‐σταθ‐μι‐στι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : ζυ‐γο‐στα‐θμι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ζυγοσταθμιστικός
- που έχει σχέση με τη ζυγοστάθμιση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ζυγοσταθμίζω, ζυγός και στάθμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυγοσταθμιστικός
|