θερμομηχανική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.mi.xa.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐μη‐χα‐νι‐κή
- ομόηχο: θερμομηχανικοί
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- θερμομηχανική < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική thermomechanics < αρχαία ελληνική θερμός (θερμο-) + μηχανική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμομηχανική θηλυκό
- (φυσική, επιστήμη) επιστήμη που μελετά τη μεταβολή των μηχανικών ιδιοτήτων ενός υλικού σε σχέση με θερμοκρασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θερμομηχανικός
- → δείτε τις λέξεις θερμός και μηχανή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμομηχανική
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- θερμομηχανική: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θερμομηχανική θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του θερμομηχανικός
Πηγές[επεξεργασία]
- θερμομηχανικός, θερμομηχανική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)