θερμομηχανική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.mi.xa.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐μη‐χα‐νι‐κή
ομόηχο: θερμομηχανικοί

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμομηχανική οι θερμομηχανικές
      γενική της θερμομηχανικής των θερμομηχανικών
    αιτιατική τη θερμομηχανική τις θερμομηχανικές
     κλητική θερμομηχανική θερμομηχανικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θερμομηχανική < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική thermomechanics < αρχαία ελληνική θερμός (θερμο-) + μηχανική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμομηχανική θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

θερμομηχανική: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

θερμομηχανική θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]