κέγχρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέγχρος οι κέγχροι
      γενική του κέγχρου των κέγχρων
    αιτιατική τον κέγχρο τους κέγχρους
     κλητική κέγχρε κέγχροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέγχρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέγχρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέγχρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέγχρος οἱ κέγχροι
      γενική τοῦ κέγχρου τῶν κέγχρων
      δοτική τῷ κέγχρ τοῖς κέγχροις
    αιτιατική τὸν κέγχρον τοὺς κέγχρους
     κλητική ! κέγχρε κέγχροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κέγχρω
γεν-δοτ τοῖν  κέγχροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέγχρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέγχρος αρσενικό (σπάνια και θηλυκό)

  1. (φυτό) κεχρί
    άλλες μορφές: κέρχνος
  2. οτιδήποτε μοιάζει με κεχρί
  3. μικρός κόκκος
  4. αβγό ψαριού
  5. χάντρα
  6. «κριθαράκι» στο μάτι
  7. (φίδι) είδος φιδιού με μικρά εξογκώματα στο δέρμα του
     συνώνυμα: κεγχρίας
  8. (ελληνιστική σημασία) είδος μικρού διαμαντιού

Πηγές[επεξεργασία]