κοιλό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κιλό, κοίλο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοιλό τα κοιλά
      γενική του κοιλού των κοιλών
    αιτιατική το κοιλό τα κοιλά
     κλητική κοιλό κοιλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλό < (άμεσο δάνειο) τουρκική kile < περσική کیله (kile: μονάδα μέτρησης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλό ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) μονάδα μέτρησης χωρητικότητας - όγκου, σε μορφή κυλινδρικού δοχείου (σε κάποιες περιοχές ισοδυναμούσε με ποσότητα 22 ή 24, κατά περιπτώσεις οκάδων)
  2. (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) μονάδα μέτρησης εμβαδού (από την έκταση του χωραφιού που έβγαζε δημητριακά 22 ή 24 οκάδων)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Στην Ελλάδα και στην Τουρκία, όπως αναφέρεται, το κοιλόν ήταν ισοδύναμο με ποσότητα 24 οκάδων.[1] Κατά μία λεξικογραφική αναφορά, το κοιλόν αντιστοιχίζεται με το boisseau[2] (το γαλλικό ανάλογο του αγγλοσαξωνικού μπούσελ), συνεπώς συσχετίζεται με όγκο περίπου 10-12 λίτρων.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1626.
  2. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1909), σ. 514.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]