λήθαργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λήθαργος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήθαργος[1] < λήθη + ἀργός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈli.θaɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λή‐θαρ‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λήθαργος αρσενικό
- πολύ βαθύς ύπνος, νάρκη
- ≈ συνώνυμα: αποκάρωμα, απονάρκωση, αποχαύνωση, ζάλη, κάρωμα, νάρκωμα, νάρκωση, υπνηλία
- (μεταφορικά) αδράνεια του νου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ληθαργικός
- → δείτε τις λέξεις λήθη και αργός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λήθαργος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λήθαργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)