λεπτόγραμμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπτόγραμμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεπτόγραμμος < λεπτό- + -γραμμος
Επίθετο[επεξεργασία]
λεπτόγραμμος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει χαραχθεί ή σχηματιστεί με λεπτές γραμμές
- (μεταφορικά, για πρόσωπο) κομψός άνθρωπος,[1] λεπτοκαμωμένος· που έχει λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο[2]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτόγραμμος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
λεπτόγραμμος < (αρχαία ελληνική λεπτός) λεπτό- + -γραμμος (γραμμή)
Επίθετο[επεξεργασία]
λεπτόγραμμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή . για γραφή) λεπτόγραμμος, που είναι γραμμένος με κομψά γράμματα
Πηγές[επεξεργασία]
- λεπτόγραμμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεπτόγραμμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λεπτό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραμμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα λεπτό- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -γραμμος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)