μονοδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοδρομικός η μονοδρομική το μονοδρομικό
      γενική του μονοδρομικού της μονοδρομικής του μονοδρομικού
    αιτιατική τον μονοδρομικό τη μονοδρομική το μονοδρομικό
     κλητική μονοδρομικέ μονοδρομική μονοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοδρομικοί οι μονοδρομικές τα μονοδρομικά
      γενική των μονοδρομικών των μονοδρομικών των μονοδρομικών
    αιτιατική τους μονοδρομικούς τις μονοδρομικές τα μονοδρομικά
     κλητική μονοδρομικοί μονοδρομικές μονοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοδρομικός < μονόδρομος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοδρομικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]