μονοχρωμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοχρωμικός < μονοχρωμία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοχρωμικός
- που έχει σχέση με τη μονοχρωμία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μονόχρωμος, μόνος και χρώμα
Πηγές[επεξεργασία]
- μονοχρωμικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοχρωμικός
|