μονοϋδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοϋδρικός < μονο- + ύδωρ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monohydrate)
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοϋδρικός
- (χημεία) που αναφέρεται σε χημική ένωση που περιέχει ένα μόνο μόριο νερού ή ένα μόνο ένα μόριο υδροξυλίου (OH) ανά μόριο μιας ουσίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοϋδρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)