νυσταγμογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυσταγμογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nystagmographic < αρχαία ελληνική νυσταγμός + γράφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ni.staɣ.mo.ɣra.fi.ˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυ‐σταγ‐μο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
νυσταγμογραφικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με νυσταγμογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις νυσταγμογραφία, νυστάζω και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυσταγμογραφικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)