ολιγοδίαιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγοδίαιτος η ολιγοδίαιτη το ολιγοδίαιτο
      γενική του ολιγοδίαιτου της ολιγοδίαιτης του ολιγοδίαιτου
    αιτιατική τον ολιγοδίαιτο την ολιγοδίαιτη το ολιγοδίαιτο
     κλητική ολιγοδίαιτε ολιγοδίαιτη ολιγοδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγοδίαιτοι οι ολιγοδίαιτες τα ολιγοδίαιτα
      γενική των ολιγοδίαιτων των ολιγοδίαιτων των ολιγοδίαιτων
    αιτιατική τους ολιγοδίαιτους τις ολιγοδίαιτες τα ολιγοδίαιτα
     κλητική ολιγοδίαιτοι ολιγοδίαιτες ολιγοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγοδίαιτος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοδίαιτος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + -δίαιτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ολιγοδίαιτος

  1. που ζει με λίγα, που αρκείται στα λίγα
     συνώνυμα: λιτοδίαιτος
  2. που τρώει λίγο
     συνώνυμα: λιγόφαγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]