ολιγόμηνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγόμηνος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀλιγόμηνος < ὀλιγό- + -μηνος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.liˈɣo.mi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γό‐μη‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόμηνος, -η, -ο
- που έχει διάρκεια λίγων μηνών
- ※ Απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες […] φέρουν την κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ως το τέλος του 2013, αφού προηγηθεί ολιγόμηνος διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
- Κώστας Παπαδής, Νόμος-φρένο στις… απεργίες, Το Βήμα, 10 Φεβρουαρίου 2013
- ※ Απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες […] φέρουν την κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ως το τέλος του 2013, αφού προηγηθεί ολιγόμηνος διάλογος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόμηνος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ολιγόμηνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ολιγό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μηνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)