πλόος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλόος οι πλόοι
      γενική του πλόου των πλόων
    αιτιατική τον πλόο τους πλόους
     κλητική πλόε πλόοι
Δείτε και την κλίση του αρχαίου πλόος.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλόος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλόος > πλοῦς οἱ πλόοι   > πλοῖ
      γενική τοῦ πλόου > πλοῦ τῶν πλόων > πλῶν
      δοτική τῷ πλό   > πλ τοῖς πλόοις > πλοῖς
    αιτιατική τὸν πλόον > πλοῦν τοὺς πλόους > πλοῦς
     κλητική ! πλόε   > πλοῦ πλόοι   > πλοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλόω   > πλώ
γεν-δοτ τοῖν  πλόοιν > πλοῖν
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλόος, ήδη ομηρικό < *πλοϝ‑ος < μεταπτωτική βαθμίδα όπως στο ρήμα πλέω < *πλέϝ‑ω [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλόος αρσενικό, συνηρημένο πλοῦς

  • ο πλους, ταξίδι διά θαλάσσης, το πλέειν, συνήθως το καλό ταξίδι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

για το θέμα πλε- → και δείτε τη λέξη πλέω & πλώω, πλείω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πλους - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]