πολυσυνθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυσυνθετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polysynthetic ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polysynthétique < αρχαία ελληνική πολύς + σύνθετος < συντίθημι < τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυσυνθετικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τύπο γλώσσας όπου οι λέξεις σχηματίζονται με τη σύνθεση πολλών μικρότερων μορφημάτων ή λέξεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυσυνθετικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)