προφερής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προφερής τὸ προφερές
      γενική τοῦ/τῆς προφεροῦς τοῦ προφεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ προφερεῖ τῷ προφερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν προφερ τὸ προφερές
     κλητική ! προφερές προφερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προφερεῖς τὰ προφερ
      γενική τῶν προφερῶν τῶν προφερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς προφερέσ(ν) τοῖς προφερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς προφερεῖς τὰ προφερ
     κλητική ! προφερεῖς προφερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προφερεῖ τὼ προφερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν προφεροῖν τοῖν προφεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προφερής < προ + -φερής

Επίθετο[επεξεργασία]

προφερής, -ής, -ές, συγκριτικός:προφερέστερος/προφέρτερος, υπερθετικός: προφερέστατος/προφέρτατος/προφέριστος

  1. που υπερέχει, υπέρμετρος, έξοχος, υπέροχος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 260 (258-260)
    Κλωθὼ καὶ Λάχεσίς σφιν ἐφέστασαν· ἣ μὲν ὑφήσσων | Ἄτροπος οὔ τι πέλεν μεγάλη θεός, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε | τῶν γε μὲν ἀλλάων προφερής τ᾽ ἦν πρεσβυτάτη τε.
    Η Κλωθώ κι η Λάχεση στέκανε στο πλάι τους. Και η κοντύτερη | Άτροπος δεν έμοιαζε με θεά μεγάλη, μα ήτανε στ᾽ αλήθεια | ανώτερη και πιο ηλικιωμένη από τις άλλες.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Εὐθύδημος, 271b @scaife.perseus
    ἐν μέσῳ δʼ ὑμῶν τὸ Ἀξιόχου μειράκιον ἦν. καὶ μάλα πολύ, ὦ Σώκρατες, ἐπιδεδωκέναι μοι ἔδοξεν, καὶ τοῦ ἡμετέρου οὐ πολύ τι τὴν ἡλικίαν διαφέρειν Κριτοβούλου. ἀλλʼ ἐκεῖνος μὲν σκληφρός, οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς τὴν ὄψιν.
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Τιμάρχου, 49 @scaife.perseus
    εἰσὶ φύσεις ἀνθρώπων πολὺ διαφέρουσαι ὀφθῆναι τῶν ἄλλων τὰ περὶ τὴν ἡλικίαν· ἔνιοι μὲν γὰρ νέοι ὄντες προφερεῖς καὶ πρεσβύτεροι φαίνονται, ἕτεροι δέ, πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες, παντάπασι νέοι.
  3. (για φυτά και νεαρά άτομα) που έχει πρόωρη ανάπτυξη
    ※  4ος↓ αιώνας Ιάμβλιχος, περὶ τοῦ Πυθαγορικοῦ βίου λόγος 31.209, @scaife.perseus
    οὔτε γὰρ τῶν φυτῶν τὰ προφερῆ οὔτε τῶν ζῴων εὔκαρπα γίνεσθαι, (ἀλλὰ δεῖν ἐγγενέσθαι) τινὰ χρόνον πρὸ τῆς καρποφορίας, ὅπως ἐξ ἰσχυόντων τε καὶ τετελειωμένων τῶν σωμάτων τὰ σπέρματα καὶ οἱ καρποὶ γίνωνται.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]