πυροσωρείτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροσωρείτης οι πυροσωρείτες
      γενική του πυροσωρείτη των πυροσωρειτών
    αιτιατική τον πυροσωρείτη τους πυροσωρείτες
     κλητική πυροσωρείτη πυροσωρείτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροσωρείτης < πυρο- + σωρείτης, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική pyrocumulus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.ɾo.soˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρο‐σω‐ρεί‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Πυροσωρείτης κατά τη διάρκεια εκδήλωσης πυρκαγιάς στις ΗΠΑ

πυροσωρείτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]