ρούβλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρούβλι τα ρούβλια
      γενική του ρουβλιού
ρουβλίου
των ρουβλιών
ρουβλίων
    αιτιατική το ρούβλι τα ρούβλια
     κλητική ρούβλι ρούβλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα ρούβλι (κέρμα έκδοσης 1998)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρούβλι < καθαρεύουσα ρούβλιον < ρωσική рубль (rublʹ)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾu.vli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρού‐βλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρούβλι ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]