στρούγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρούγκα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική strungã < αλβανική shtrungë < πρωτοαλβανική *strungā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh3- (εξαπλώνω, διασκορπίζω), συγγενές με το (ρουμανικά) strungă.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρούγκα θηλυκό
- ο (πρόχειρα) περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για το άρμεγμα των ζώων ενός κοπαδιού
- (συνεκδοχικά) το κοπάδι
- (μεταφορικά, μειωτικό) ένα πολιτικό κόμμα, μια ομάδα
- Είναι γνωστή η θεωρία του αείμνηστου Ευάγγελου Αβέρωφ περί ποιμνιοστασίων της πολιτικής. Μπορεί να μην είναι τιμητική για τους πολιτικούς, αλλά είναι αληθής: στην ελληνική πραγματικότητα «οποίος φεύγει από το μαντρί, τον τρώει ο λύκος»· όπου «λύκος» είναι κατά βάση οι ψηφοφόροι των κομμάτων, οι οποίοι δεν συγχωρούν τις ανεξάρτητες κινήσεις των πολιτικών. Βέβαια, είναι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι που γκρινιάζουν για την κομματοκρατία και την εύκαμπτη σπονδυλική στήλη των πολιτικών, αλλά αυτό ας το θεωρήσουμε ως ένα ακόμη δείγμα της σχιζοφρενικής στάσης απέναντι στην πολιτική, που καλλιεργούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Γενικώς πάντως είναι σοφή κίνηση για ένα πολιτικό, να μην αφήνει την πολιτική στρούγκα ακόμη κι αν η συνείδησή του επιτάσσει άλλα. (...) Αν τουλάχιστον στις συντεταγμένες στρούγκες των κομμάτων παράγεται πολιτική, ακούγονται φωνές, διατυπώνονται απόψεις για τα τεκταινόμενα. Δυστυχώς και σ’ αυτό το επίπεδο τα πράγματα χειροτερεύουν. Στα μαντριά των κομμάτων υπάρχει άκρα του τάφου σιωπή. «Μούγκα στην στρούγκα», όπως είπε και ο πρωθυπουργός σε συνέντευξη που έδωσε... (*)
- Μπορεί λοιπόν να υποστηρίξει κανείς ότι τα ελληνικά μέντια έχουν υιοθετήσει πλήρως την «πολιτική θεωρία της στρούγκας», σύμφωνα με την οποία οι βουλευτές πρέπει να υποτάσσονται, ως κοπάδι, στα σαλαγήματα του αρχηγού-τσέλιγκα. Αν δεν υπακούουν, αυτό σημαίνει ότι θέλουν να τον ανατρέψουν και επομένως κινδυνεύουν να αποβληθούν από τη στρούγκα και να τα φάει ο λύκος , κατά πώς έλεγε ο εγκυρότερος εκφραστής της θεωρίας, μακαρίτης Ευάγγελος Αβέρωφ. (*)
- (μεταφορικά, μειωτικό) οι υποστηρικτές ενός πολιτικού κόμματος, μιας ομάδας κ.λπ.
- (μεταφορικά) φυλακή
- (μεταφορικά, ειρωνικό, μειωτικό) ποίμνιο (εκκλησιαστικό)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μούγκα την στρούγκα: για να εκφραστεί η ανάγκη τήρησης σιωπής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)