σωστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωστικός | η | σωστική | το | σωστικό |
γενική | του | σωστικού | της | σωστικής | του | σωστικού |
αιτιατική | τον | σωστικό | τη | σωστική | το | σωστικό |
κλητική | σωστικέ | σωστική | σωστικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωστικοί | οι | σωστικές | τα | σωστικά |
γενική | των | σωστικών | των | σωστικών | των | σωστικών |
αιτιατική | τους | σωστικούς | τις | σωστικές | τα | σωστικά |
κλητική | σωστικοί | σωστικές | σωστικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωστικός < αρχαία ελληνική σῴζω
Επίθετο[επεξεργασία]
σωστικός -ή -ό
- αυτός που είναι κατάλληλος για τη διάσωση ανθρώπων που κινδυνεύουν
- αυτός που χρησιμοποιείται για την προστασία από την καταστροφή ή τη φθορά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σωστική ανασκαφή: η ανασκαφή η οποία γίνεται για τη διάσωση των αρχαιολογικών ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν κατά τύχη σε χώρο εκσκαφής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωστική ανασκαφή