σωσίβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωσίβιος | η | σωσίβια | το | σωσίβιο |
γενική | του | σωσίβιου | της | σωσίβιας | του | σωσίβιου |
αιτιατική | τον | σωσίβιο | τη | σωσίβια | το | σωσίβιο |
κλητική | σωσίβιε | σωσίβια | σωσίβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωσίβιοι | οι | σωσίβιες | τα | σωσίβια |
γενική | των | σωσίβιων | των | σωσίβιων | των | σωσίβιων |
αιτιατική | τους | σωσίβιους | τις | σωσίβιες | τα | σωσίβια |
κλητική | σωσίβιοι | σωσίβιες | σωσίβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωσίβιος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σωσίβιος, -ος, -ον [1] < θέμα του αορίστου του σώζω) σωσ- + -ί- + βίος,[2] αρχαία ελληνική: μόνον ανθρωπωνύμιο Σωσίβιος[3]
Επίθετο[επεξεργασία]
σωσίβιος
- (λόγιο) που χρησιμοποιείται για να σώζονται ανθρώπινες ζωές
- (ουσιαστικοποιημένο) σωσίβιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωσίβιος
|
Επίθετο[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σωσίβιος | τὸ | σωσίβιον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σωσιβίου | τοῦ | σωσιβίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σωσιβίῳ | τῷ | σωσιβίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σωσίβιον | τὸ | σωσίβιον | ||
κλητική ὦ! | σωσίβιε | σωσίβιον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σωσίβιοι | τὰ | σωσίβια | ||
γενική | τῶν | σωσιβίων | τῶν | σωσιβίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σωσιβίοις | τοῖς | σωσιβίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σωσιβίους | τὰ | σωσίβια | ||
κλητική ὦ! | σωσίβιοι | σωσίβια | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
σωσίβιος, -ος, -ον (καθαρεύουσα) [1]
- → δείτε τη λέξη σωσίβιος (κοινή νεοελληνική)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ σωσίβιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ί- (καθαρεύουσα)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Επίθετα (καθαρεύουσα)
- Επίθετα με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)