τεχνοκριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεχνοκριτικός < τέχνη + -ο- + κριτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική critique d'art[1] [2])
Επίθετο[επεξεργασία]
τεχνοκριτικός, -ή, -ό
- (τέχνη) που έχει σχέση με την τεχνοκριτική (την κριτική έργων τέχνης) ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) τεχνοκριτικός
- (ουσιαστικοποιημένο) τεχνοκριτική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεχνοκριτικός αρσενικό
- (τέχνη) άλλη μορφή του τεχνοκρίτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ψευδόφιλες λέξεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίθετο
|
ουσιαστικό
|
- ↑ τεχνοκριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τεχνοκριτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)