τριακοσιομέδιμνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριακοσιομέδιμνος οι τριακοσιομέδιμνοι
      γενική του τριακοσιομέδιμνου
τριακοσιομεδίμνου
των τριακοσιομέδιμνων
τριακοσιομεδίμνων
    αιτιατική τον τριακοσιομέδιμνο τους τριακοσιομέδιμνους
τριακοσιομεδίμνους
     κλητική τριακοσιομέδιμνε τριακοσιομέδιμνοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριακοσιομέδιμνος < αρχαία ελληνική τριακοσιομέδιμνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριακοσιομέδιμνος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: τριακοσιομέδιμνοι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]