φεγγαροχτυπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεγγαροχτυπημένος < φεγγάρ(ι) + -ο- + χτυπημένος
Επίθετο[επεξεργασία]
φεγγαροχτυπημένος, -η, -ο
- (λαογραφία)} που έχασε τα λογικά του, από το φως της πανσελήνου που τον χτύπησε· (κατ’ επέκταση) ανόητος, κυκλοθυμικός, τρελός, επιληπτικός