χρεωκοπία
(Ανακατεύθυνση από χρεοκοπία)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρεωκοπία < 1. (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρεοκοπία, 2. στη σημασία: πλήρης αποτυχία ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική bancarotta)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾe.o.koˈpi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρεωκοπία θηλυκό
- η αδυναμία κάποιου να πληρώσει τα χρέη του
- (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
- η χρεωκοπία του πολιτικού συστήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρεωκοπία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χρεοκοπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)