ψάμμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψάμμος οι ψάμμοι
      γενική της ψάμμου των ψάμμων
    αιτιατική την ψάμμο τις ψάμμους
     κλητική ψάμμε
(ψάμμο)
ψάμμοι
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψάμμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψάμμος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sable[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpsa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψάμ‐μος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψάμμος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιατρική) τα αμμώδη άλατα στα ούρα όσων πάσχουν από ψαμμίαση
  2. (σπάνιο) η άμμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψάμμος αἱ ψάμμοι
      γενική τῆς ψάμμου τῶν ψάμμων
      δοτική τῇ ψάμμ ταῖς ψάμμοις
    αιτιατική τὴν ψάμμον τὰς ψάμμους
     κλητική ! ψάμμε ψάμμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψάμμω
γεν-δοτ τοῖν  ψάμμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψάμμος < ψάμαθος ή απ' ευθείας από τα ψάω-ψήω-ψαίω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψάμμος θηλυκό

  1. οι κόκκοι της άμμου, αμμώδης έκταση, η αμμουδιά
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.55, p.604, @scaife.perseus
    ἔστιν ὅτε λίθοι δύο ἢ καὶ πλείονες ἕτεροι σμικροὶ τρόπῳ τῷ αὐτῷ, ὥσπερ καὶ τὴν μίαν εἴρηκα, γίνονται· γίνεται δὲ καὶ ὑπὸ τοιούτου· ἐπὴν ὁ λίθος ξυμπαγῇ, καὶ βάθος γένηται ἐς τὴν κύστιν τῇ ψάμμῳ τῇ γενομένῃ χωρὶς, ἐλθούσης δὲ τῆς ψάμμου ὁ λίθος μὴ προσλάβῃ πρὸς ἑωυτῷ, ἀλλὰ βαρυτέρη καὶ πλείων γένηται, [ἢ] ὥστε μὴ πήγνυσθαι αὐτὴν πρὸς ἑωυτὴν, καὶ οὕτως δύο λίθοι γίνονται· γίνονται δὲ καὶ πλείονες τρόπῳ τῷ αὐτῷ, καὶ ξυγκρουομένων πρὸς ἀλλήλους ἐν τῇ κλονήσει περιθραύεται καὶ διουρέεται τὸ ψαμμῶδες.
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 102.1
    κατὰ γὰρ τοῦτό ἐστι ἐρημίη διὰ τὴν ψάμμον.
    γιατί σ᾽ εκείνα τα μέρη είναι έρημος εξαιτίας της άμμου.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. έρημος της Λιβύης
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 32.4
    τὰ δὲ ὑπὲρ θαλάσσης τε καὶ τῶν ἐπὶ θάλασσαν κατηκόντων ἀνθρώπων, [τὰ κατύπερθε] θηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη· τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων.
    αλλά πέρα από τη θάλασσα και από τους ανθρώπους που κατοικούν κοντά στη θάλασσα, η Λιβύη είναι γεμάτη θηρία· και πέρα από την περιοχή των θηρίων είναι όλο άμμος, φοβερή ξηρασία και δεν υπάρχει ψυχή.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 3.3.3
    ἐντεῦθεν δὲ ἐς τὴν μεσόγαιαν ἐτράπετο, ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος. ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ ἄνυδρος.
    Από εκεί στράφηκε προς το εσωτερικό, όπου ήταν το μαντείο του Άμμωνα. Ο δρόμος είναι έρημος και κατά το μεγαλύτερο μέρος αμμώδης και άνυδρος.
    Μετάφραση (1986), Θ.Χ. Σαρικάκης, @greek‑language.gr

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  1. (για πάρα πολλά πράγματα) ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν
  2. ( για ανάξιο λόγου πράγμα ή για κάτι που είναι μάταιο) ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]