ἕρκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἕλκος, έλκος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑρκεσ-
ονομαστική τὸ ἕρκος τὰ ἕρκη - ἕρκε
      γενική τοῦ ἕρκους - ἕρκεος τῶν ἑρκῶν - ἑρκέων
      δοτική τῷ ἕρκει - ἕρκεῐ̈ τοῖς ἕρκεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕρκος τὰ ἕρκη - ἕρκεα
     κλητική ! ἕρκος ἕρκη - ἕρκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕρκει - ἕρκεε
γεν-δοτ τοῖν  ἑρκοῖν - ἑρκέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἕρκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serḱ- [1] (κλώθω, τυλίγω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἕρκος ουδέτερο

  1. φράχτης
  2. περίφραξη
  3. αυλή
  4. οχύρωμα
  5. θηλιά, δίχτυ, βρόχια
  6. παγίδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]