manceps
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
manceps αρσενικό
- αγοραστής (με ανάταση του χεριού) (τελικός πλειοδότης σε δημόσιο πλειστηριασμό)
- ανάδοχος (δημοσίων) έργων, εργολήπτης, εργολάβος
- εγγυητής
- κερδοσκόπος
- ιδιοκτήτης, κάτοχος
- κάτοχος πάγκου πωλήσεων
- αγρότης
- αρχηγός, κύριος, κυρίαρχος
- κάποιος που προσλαμβάνει χειροκροτητές, ανθρώπους για να επευφημήσουν
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manceps | mancipēs |
γενική | mancipis | mancipum |
δοτική | mancipī | mancipibus |
αιτιατική | mancipem | mancipēs |
κλητική | manceps | mancipēs |
αφαιρετική | mancipe | mancipibus |