Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άστρυφος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άστρυφος οι Άστρυφοι
      γενική του Αστρύφου των Αστρύφων
    αιτιατική τον Άστρυφο τους Αστρύφους
     κλητική Άστρυφε Άστρυφοι
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Άστρυφος < παραφθορά του Άγιος Τρύφωνας, από παρακείμενη στην περιοχή εκκλησία[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.stɾi.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άστρυφος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Άστρυφος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Τοπωνυμικά των Αθηνών, εκδ. Έκδοσις, 1945, σελ. 244
  2. Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, Ο ελαιώνας της Αθήνας, (Αθήνα: Φιλιππότης, 2006), σελ. 111