Αλαλκομενές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Αλαλκομενές
      γενική των Αλαλκομενών
    αιτιατική τις Αλαλκομενές
     κλητική Αλαλκομενές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλαλκομενές < ελληνιστική κοινή Ἀλαλκομεναί

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.lal.ko.meˈnes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐λαλ‐κο‐με‐νές

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλαλκομενές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. αρχαία πόλη της Βοιωτίας
  2. χωριό της Βοιωτίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]