Αλμυροπόταμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αλμυροπόταμος | οι | Αλμυροπόταμοι |
γενική | του | Αλμυροποτάμου | των | Αλμυροποτάμων |
αιτιατική | τον | Αλμυροπόταμο | τους | Αλμυροποτάμους |
κλητική | Αλμυροπόταμε | Αλμυροπόταμοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /al.mi.ɾoˈpo.ta.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐μυ‐ρο‐πό‐τα‐μος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλμυροπόταμος αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αλμυροπόταμος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -πόταμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)