Ανάβυσσος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ανάβυσσος | οι | Ανάβυσσοι |
| γενική | της | Αναβύσσου | των | Αναβύσσων |
| αιτιατική | την | Ανάβυσσο | τις | Αναβύσσους |
| κλητική | Ανάβυσσε | Ανάβυσσοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈna.vi.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐νά‐βυσ‐σος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανάβυσσος θηλυκό
- οικισμός της Αττικής
- ※ Γυρνώντας ἀπ’ τὴν Ἀνάβυσσο κόβεις τ’ ἀνθισμένο θυμάρι / ποὔχει σπόρους σὰν τὸ κόκκινο μελάνι, / ἐκεῖνο ποὺ μᾶς διόρθωναν τὰ λάθη.
- Stefano Terra (μτφ. Τζ. Ρόσσι), Ανάβυσσος, Νέα Εστία, τόμος ΜΑ΄, τεύχος 956 (1 Μαΐου 1967), σελ. 650
- ※ Γυρνώντας ἀπ’ τὴν Ἀνάβυσσο κόβεις τ’ ἀνθισμένο θυμάρι / ποὔχει σπόρους σὰν τὸ κόκκινο μελάνι, / ἐκεῖνο ποὺ μᾶς διόρθωναν τὰ λάθη.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]καθαρεύουσα:
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- Ανάβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (παράφραση της έκφρασης άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ανάφλυστος (αρχαίο τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ελληνικά: φιλολογικόν ιστορικόν και λαογραφικόν περιοδικόν σύγγραμμα, τόμ. 4-6, 1931, σελ. 334
- ↑ Αντώνιος Μηλιαράκης, Γεωγραφικά περίεργα, Εστία, τεύχος 5, έτος ΙΕ΄ (1890), σελ. 75
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)