Αντικυριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αντικυριώτης < Αντίκυρ(α) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.di.ciɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ντι‐κυ‐ριώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αντικυριώτης αρσενικό (θηλυκό Αντικυριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Αντίκυρα Βοιωτίας ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αντικυριώτης
|