Αρμενοκαθολικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρμενοκαθολικός οι Αρμενοκαθολικοί
      γενική του Αρμενοκαθολικού των Αρμενοκαθολικών
    αιτιατική τον Αρμενοκαθολικό τους Αρμενοκαθολικούς
     κλητική Αρμενοκαθολικέ Αρμενοκαθολικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αρμενοκαθολικός < αρμενο- + καθολικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.me.no.ka.θo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐με‐νο‐κα‐θο‐λι‐κός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αρμενοκαθολικός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]