Αρτεμισιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αρτεμισιώτης < Αρτεμίσ(ιο) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.te.miˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐τε‐μι‐σιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αρτεμισιώτης αρσενικό (θηλυκό Αρτεμισιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Αρτεμίσιο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Αρτεμίσιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρτεμισιώτης
|