Ασανούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασανούδα οι Ασανούδες
      γενική της Ασανούδας
    αιτιατική την Ασανούδα τις Ασανούδες
     κλητική Ασανούδα Ασανούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασανούδα < Ασάν(α) + -ούδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.saˈnu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σα‐νού‐δα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασανούδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]