Αυλώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αυλώνα | οι | Αυλώνες |
γενική | της | Αυλώνας | των | Αυλώνων |
αιτιατική | την | Αυλώνα | τις | Αυλώνες |
κλητική | Αυλώνα | Αυλώνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αυλώνα < αρχαία ελληνική Αὐλών < αὐλών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewl-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvlo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐λώ‐να
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αυλώνα θηλυκό
- άλλη μορφή του Αυλώνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αυλώνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)