Βίκτωρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βίκτωρας | οι | Βίκτωρες |
γενική | του | Βίκτωρα | των | Βικτώρων |
αιτιατική | τον | Βίκτωρα | τους | Βίκτωρες |
κλητική | Βίκτωρα | Βίκτωρες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βίκτωρας αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βίκτωρας
|