Βαρώσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βαρώσι | τα | Βαρώσια |
γενική | του | Βαρωσιού | των | Βαρωσιών |
αιτιατική | το | Βαρώσι | τα | Βαρώσια |
κλητική | Βαρώσι | Βαρώσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βαρώσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική varoş (προάστιο) < ουγγρική város (πόλη) (πβ. σλαβικά варош) < vár + -os
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαρώσι ουδέτερο (και Βαρώσια)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Βαρώσι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βαρώσι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ουγγρικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)