Βλαχοκάτουνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βλαχοκάτουνο τα Βλαχοκάτουνα
      γενική του Βλαχοκάτουνου των Βλαχοκάτουνων
    αιτιατική το Βλαχοκάτουνο τα Βλαχοκάτουνα
     κλητική Βλαχοκάτουνο Βλαχοκάτουνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βλαχοκάτουνο < καθαρεύουσα Βλαχοκάτουνον < βλαχο- + κατούν(α) + -ον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vla.xoˈka.tu.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βλα‐χο‐κά‐του‐νο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βλαχοκάτουνο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 251, 24 Ιουλίου 1930 (λήψη αρχείου PDF)