Βούτυρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βούτυρο | τα | Βούτυρα |
γενική | του | Βούτυρου & Βουτύρου |
των | Βούτυρων & Βουτύρων |
αιτιατική | το | Βούτυρο | τα | Βούτυρα |
κλητική | Βούτυρο | Βούτυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βούτυρο < καθαρεύουσα Βούτυρον. → δείτε και τη λέξη βούτυρο.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvu.ti.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βού‐τυ‐ρο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βούτυρο ουδέτερο
- χωριό της Ευρυτανίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ευρυτανίας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρυτανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)