Δομοκίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðo.moˈci.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δο‐μο‐κί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δομοκίτης αρσενικό (θηλυκό Δομοκίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από τον Δομοκό ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δομοκίτικος
- → και δείτε τη λέξη Δομοκός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δομοκίτης
|