Δρυμονάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δρυμονάρι | τα | Δρυμονάρια |
γενική | του | Δρυμοναριού | των | Δρυμοναριών |
αιτιατική | το | Δρυμονάρι | τα | Δρυμονάρια |
κλητική | Δρυμονάρι | Δρυμονάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δρυμονάρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðɾi.moˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρυ‐μο‐νά‐ρι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δρυμονάρι ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)