πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 48: | Γραμμή 48: | ||
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|XXX}} --> |
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|XXX}} --> |
||
<!-- * {{pt}} : {{ξεν|pt|XXX}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{ξεν|pt|XXX}} --> |
||
* {{ro}} : {{ξεν|ro|pachet}} |
|||
<!-- * {{ru}} : {{ξεν|ru|XXX}} --> |
<!-- * {{ru}} : {{ξεν|ru|XXX}} --> |
||
<!-- * {{sr}} : {{ξεν|sr|XXX}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{ξεν|sr|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 13:14, 9 Φεβρουαρίου 2008
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'πεύκο' Πρότυπο:-ετυμ-
- πακέτο< Πρότυπο:ετυμ it pacchetto. Οι νεότερες σημασίες της λέξης προέκυψαν από μετάφραση του αγγλικού package.
Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο
- Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
- Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
- Κουτί με τσιγάρα.
- Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
- (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
- Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
- (πληροφορική) σύνολο δεδομένων
- (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
- Έφαγα χοντρό πακέτο.