διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# η ενέργεια του [[διακόπτω]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#: ''η '''διακοπή''' της συνεδρίασης''
#* η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
#* ''η '''διακοπή''' του καπνίσματος'' (το [[κόψιμο]])
#* '''διακοπή [[κύηση]]ς''': η [[άμβλωση]]
# το αποτέλεσμα του [[διακόπτω]]
#: ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος''
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 07:13, 28 Οκτωβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοπή οι διακοπές
      γενική της διακοπής των διακοπών
    αιτιατική τη διακοπή τις διακοπές
     κλητική διακοπή διακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοπή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διακόπτω
    η διακοπή της συνεδρίασης
    • η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
    • η διακοπή του καπνίσματος (το κόψιμο)
    • διακοπή κύησης: η άμβλωση
  2. το αποτέλεσμα του διακόπτω
    η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές διακοπές ρεύματος
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «διακοπη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'διακοπή'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «διακοπη».