επιτροπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση του προτύπου el-κλίσ-'ψυχή'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'|επιτροπ}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}

Αναθεώρηση της 23:16, 9 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιτροπή οι επιτροπές
      γενική της επιτροπής των επιτροπών
    αιτιατική την επιτροπή τις επιτροπές
     κλητική επιτροπή επιτροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιτροπή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επιτροπή θηλυκό

  1. πολυμελές (συνήθως) διοικητικό όργανο που είτε έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες ή συγκροτείται για να μελετήσει κάτι και να προτείνει λύσεις
    η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος εκλέγεται από το συνέδριο
    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
    λέγεται ότι αν θέλεις να αναβάλεις κάτι, προτείνεις τη σύστηαση μιας επιτροπής

Μεταφράσεις