επιστόμιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'πρόσωπο' |
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} [[ἐπιστόμιον]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} [[ἐπιστόμιον]] |
Αναθεώρηση της 21:00, 28 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιστόμιο < (ελληνιστική κοινή) ἐπιστόμιον
Ουσιαστικό
επιστόμιο ουδέτερο
- το πώμα
- εξάρτημα πνευστών μουσικών οργάνων, αναπνευστήρων, της πίπας καπνίσματος κλπ, το οποίο ο χρήστης τοποθετεί στο στόμα του για να φυσήξει ή να εισπνεύσει
Μεταφράσεις
επιστόμιο