δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'νίκη'|δαπάν|δαπαν}}
{{el-κλίσ-'νίκη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}

Αναθεώρηση της 07:29, 6 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαπάνη οι δαπάνες
      γενική της δαπάνης των δαπανών
    αιτιατική τη δαπάνη τις δαπάνες
     κλητική δαπάνη δαπάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
  2. το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
  3. (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δαπάνη < δαπανάω

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων